- ποικιλουργός
- -όν, Αποικιλοεργός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ουργός (< ἔργον*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικιλουργία — ἡ, Α [ποικιλουργός] διακοσμητικό τεχνούργημα … Dictionary of Greek